Below are the four published poetry collections of Menelaos Karagiozis:
Karagiozis when he was 30 years old!
Ισάξιες Προσευχής
Publication Year: 2013
Ισάξιες Προσευχής-Akakia Publishers
Ελληνική Ποίηση (Hellenic Poetry)
Publication Year: 2020
Hellenic Poetry-Akakia Publishers
Επάνω όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθιστοί: Άγγελος Τερζάκης, K.Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.
Η πολυδημοσιευμένη φωτογραφία της «γενιάς του ’30», που τραβήχτηκε στο σπίτι του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού στη λεωφόρο Αμαλίας, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60,
ΣΤΗΝ ΠΛΩΡΗ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΤΟΥ
Publication Year: 2020
Στην Πλώρη των Στίχων του-Akakia Publisher
ΜΟΥ ΔΩΡΙΣΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ… ΙΚΑΡΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΩ
Publication Year: 2020
ΙΚΑΡΙΑ ΠΟΙΗΣΗ-Akakia Publisher
Αποσπάσματα από τη συλλογή: “Στην Πλήρη των Στίχων του”:
Τριγυρίζαμε σ’ εκείνα τα μεταξολούλουδα χρώματα
πλάι μας, αυτές οι απίθανες φωνές ξανάρθαν, τρίζοντας παραλογιστικά,
πουλιά κυλούσαν βάρβαρα, ταξιδεύοντας προς κάποια τύχη,
πες τη θέληση μοίρας ή και ρέμα, όπως όταν σπάνε λίγα ξύλα/
άλλες θυμάσαι πολλές πλάσεις,
δεν ρωτούσαν, σε ποιο ταξίδι ή νίκη μπορείς ακόμη να υπάρχεις,
ας γκρινιάζουν όλα εκείνα τα σφηνωμένα μέταλλα και κόκκαλα.
Παράξενη γαλήνη σε κοιτάζει τώρα,
σβήνει ολότελα εικόνες, ξαναγράφει τρομαγμένη όπως ήτανε πριν
σκιερά φιλιά πάνω στα χρυσαφένια νερά της μνήμης/
ο καιρός σμαραγδένιος, θυμάται την ιστορία και ξαναπαίρνει
το ύστερο πρωταρχικό λουλούδι ως κάποια ανάμνηση ξελογιάστρα.
Φτάσαμε χρόνια πριν, σ’ εκείνους τους τόπους εδώ κοντά ήμασταν, θυμάστε,
εμείς τα μαργαριτάρια, οι Έλληνες των βιβλίων,
στεριανά μου έλεγες ότι θα γράψω, πειράζοντάς με,
εσύ θαλασσινέ Ινδέ, ξαναθυμήσου τότε που είχε βραδιάσει κι ακούγαμε μαζί
όσο γίνεται καινούργια μα εξίσου αληθινά ακρογιάλια, ακρωτήρια, καθώς μακραίναμε,
ας είναι όλες ίδιες οι μέρες κάθε φορά· όταν γεννιόμαστε,
πάντα υπάρχει ένας άλλος τρόπος, δεύτερος
να ’ναι όμως φορτωμένος προσταγές και στόχους;
Πρόσθεσα λίγο εμπόριο στην ήδη επιβαρυμένη μοίρα σου, του ’λεγα,
ακουγόταν πλάι μου ο καπετάνιος, καθώς ήταν 1934, Γενάρης μήνας,
μια βραδινή ένατη μέρα, Τινεβελικά εξελίσσονταν όσα είδα.
Μουρμούριζα μελάνιασμα πελάγους, ξάπλωνες, ξύπναγες,
αγκαλιασμένος ήσουν σαύρες κι ουρανούς, μα η στεριά είχε χρώματα μπρούντζου,
ανατολικές νύχτες αυγής μας περίμεναν/
πληρώνεις σε αέρα, έτσι βιαστικά, το κάθε σήκωμα στοιχείων,
όπως ας πούμε οι μαυροκόκκινοι δράκοι, παλεύεις, απέναντί σου πράσινα συρματοπλέγματα,
τώρα οι λιμνοθάλασσες περνούσαν μέσα από σκούρους ουρανούς,
θαυμάζουμε λίγες πουπουλένιες αστραπές, κι ο ήλιος είχε χρώματα βροχής/
πώς θα γράψω, πριν προφτάσουν οι φίλοι μου να σβήσουν τις ψυχές τους;
Σε φτερά πεταλούδας όλα τούτα τα ποιήματα χλιδής
τά ’χω δει, φέρνοντας κοντά σας κάποιο τέλος φαντασίας.
Αποσπάσματα από τη συλλογή: “Μου δώρισε τα φτερά της… Ικάρια ποίηση, για να γράψω”:
Η πρώτη μέρα ήταν το πιο δύσκολο ταξίδι,
φώτα, σώματα και νεκροπομπή καλοκαιριού,
χορταριασμένο ημερολόγιο, κάλεσμα μετάνοιας/
ο Καζαντζάκης τέλειωνε στη φυγή της μνήμης,
από πού έρχεται η θάλασσα
πηγαίνοντας αργοπορημένη σ’ εσπερινές παραλίες;/
για μένα ο πανάρχαιος θάνατός μου, ονομάτιζε δίψα λίγη βροχή
σιωπηλός, χάραζα στα καΐκια μέρες πραότητας, καλλιεργούσα ανέμους κι ορίζοντες
περίμενα να με συντροφεύσει το τέλος ενός περιβολιού/
φθινοπώριασε Καζαντζάκη, έτσι κάπως πήρανε οι σταφυλένιοι ήχοι
μαζί τους την Οδύσσεια,
ανήκουν πια σε μανάδες και τόπους, γεύσεις μνήμης ή σύκου,
σώμα, καθώς ρέμβαζε καθισμένο στις πλώρες του νου
υποσχόμενο σύνορα αιωνιότητας.
Ιέρεια πέμπτη μέρα θανάτου κάλεσε φεγγάρια πολλά,
ο αποσπερίτης σε θρηνεί σαν σώμα αστρικών μπράτσων/
ανάμεσα από δυο σκιές τεντώθηκε η εποχή μας,
ντύθηκε σώματα ζέστης,
εσύ, αγόρι σταρένιο, κλαίς τα φύκια, οπλισμένο μούστο ψυχής,
κυκλάμινα χέρια-ρείκια/
πουλιά πιασμένα στις ελιές του καλοκαιριού
κατεβήκατε λίγα μονοπάτια κι έρχεστε
τυλιγμένα ψωμί όπως οι κυνηγημένες ανάσες/
η παρουσία της ιστορίας τρέφεται γιόμα,
δεν έχετε δακρύσει, για να μου πείτε τι σας είπαν
εκείνοι οι ώμοι ακουμπισμένοι πάνω στο ουράνιο κλάμα.
Γαριφαλένιε θεέ, ακουμπάς περήφανος στην έκτη μέρα ανθούσα,
ψηλά στολισμένος μεσημέρια και κολώνες αρχαίας περιπλάνησης,
εκτείνεσαι πάλλευκη μορφή πατρική, αναστενάζουν άγια άστρα/
η άγια τράπεζα ασφαλισμένη μικρά μάτια, άφησε πίσω της νύχτες πολλές,
τώρα ακουμπάς στα περήφανα περιστέρια, μεταλαβαίνεις οίκτο ερπετών γης.
Το ενδέκατο μέρος κάποιων βουνών
κλεισμένο στις ξένες σκιές, οσφραίνεται κοπάδια αισθήσεων,
η νέα γη πόσο γρήγορα μας εγκατέλειψε,
διαιωνιζόμαστε όπως λίγα χελιδόνια/
καρποί από σφήκες, μικρές βοές θεών,
πεθαίνει τώρα ο Μινώταυρος σε σπήλαια σιωπηλά,
εκεί όπου οι πέτρες υπομονετικά γιομίζουν νερά και χώματα/
πάνω στα μελλοντικά φύλλα θα γεννηθούνε νέες γεννήτρες χνουδωτές,
βουνίσια ανάβαση ζώων,
ολόλευκος προχώρησες ως τους μεσημεριάτικους ύπνους/
τέσσερις θάλασσες και κάμποσα άστρα, οπλές ανέμου,
συρτά ταξίδεψαν συννεφιασμένα χέρια
τότε, όταν στην ακροθαλασσιά σηκώθηκες
προαιώνια χωρισμένος απ’ τα ψάρια/
αετόφτερο σκαρί χάραξες πάνω στο λευκό χνώτο, χιτώνες κόσμου
περισσότερο παρά ποτέ
ανασαίνεις ωραίες πέτρες, βότσαλα πικροδάφνης.
Αποσπάσματα από τη συλλογή: “Hellenic Poetry”:
«Συνομιλοσιωπά»
Καλοκαιρινή όπερα ζώων,
γρυλίζοντας,
συνομιλοσιωπά
άφθαρτες λέξεις.
Κραυγάζει βουβά
ακούγεται
μονάχα από κουφούς,
σιωπηλό μοιρολόι.
Υποφέροντας, υπομένει,
κουνάει θλιμμένα
τη λεξοουρά της
και μουγκρίζει
στίχους που παρηγορούν.
«Κρυφακούει»
Διάχυτη η πελαγίσια της ακοή.
Πότε αντηχεί λυπημένες μελωδίες
από σκεβρωμένα πλήκτρα
βυθισμένων κλειδοκύμβαλων,
ενώ η θλίψη των ψαριών
πεθαίνει χορεύοντας
πιασμένη στ’ αγκίστρι.
Κι άλλοτε κρυφακούει
τα μύχια μυστικά του νερόβιου Είναι
καθώς αργοπαύει να υπάρχει.
«Εμβρυογερόντισσα»
Οι πρόγονοί σας μαράθηκαν.
Ζωντανές σάρκες
πρόχειρα φτιαγμένες
με κόκκαλα κι αίμα,
σύντομα πεθαίνουν
μα Εκείνη τις ξαναγεννά απειρόδυμες.
Ακατάλυτο πνεύμα,
απαλλαγμένη
δίχως το περιττό βάρος του χρόνου
και την ασήκωτη αιωνιότητα,
υπάρχει ανεξάντλητη.
Ψυχή εμβρυογερόντισσα,
απελευθερωμένη
απ’ τα δεσμά σου, ηλικία,
ζει διαχρονικά.
Έτσι οι απόγονοί μας βλαστίζουν.
«Χρονοροή»
Τωρινή κι αρχαία χρονοροή,
περήφανα μάρμαρα σκεπάζουν
τ’ απογυμνωμένα ερείπια.
Ροή του χρόνου
απεγκλωβισμένη
απ’ την κλεψύδρα,
η νιρβάνα της στροβιλίζεται
μες στη γαλήνη σου, δίνη.
Πυθία νοσταλγείς το μέλλον
που απροσδόκητο
θυμίζει ανεστραμμένο παρελθόν
κι απαράλλαχτο τώρα.
Ο παλιός φίλος!
τον ανακαίνισε ο χρόνος,
αγόρασε κινητό ολοκαίνουριο
(mobile phone)
κι έτσι εύκολα επικοινωνήσαμε.
Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
όσο μιλάμε το ανάστημά μας λιγοστεύει,
ρουφιέται από θολό νόημα
δύστροπων λέξεων,
παλιέ μου φίλε δεν με ακούς;
Ο παλιός κήπος!
απάνω του φτιάξανε
παιδική χαρά
ή μήπως ήτανε νεκροταφείο;
Βλέπεις μοιάζουνε τόσο πολύ
αυτά τα δύο.
Παρελθόν ρίζωσες στο χώμα
φυτρώνεις παρόν
ίσως ανθίσεις μέλλον
(αν βέβαια είναι εύφορη η γη),
έτσι συνήθως γίνεται
μου είπαν οι παλαιότεροι
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις να ζεις
σε μια χώρα ανύπαρκτη.
Ω παλιό σπίτι
……..πόσο πολύ γέρασες,
τα μεγάλα παράθυρα συρρικνωθήκαν,
πώς κόντυνες ψηλό ταβάνι
τώρα πια μέσα κατοικούν
άνθρωποι άγνωστοι, αμελητέοι,
καμπουριάσαν οι κολώνες
καθώς στηρίζανε κάποιο παλιό σπίτι
πλέον δεν σε αναγνωρίζει φίλε
μου παλιέ
ούτε εσένα μήτε τ’ άστρα,
τις νύχτες πριν κοιμηθείς
ξένος ουρανός σκεπάζει
το παλιό σπίτι:
είχε ξύλινο κορμί που έτριζε
κάτω από βάρος πολύ
της παιδικότητάς μας
ενώ ανεβαίναμε σκάλες
(φτιαγμένες με σπλάχνα ιτιάς)
οι οποίες οδηγούσαν στη σοφίτα∙
έχοντας αγνά χέρια ανοίγαμε το παραθυράκι
μήπως σκαρφαλώσουμε
άφτερα σ’ άστρα
(κατακόρυφων γκρεμών),
ώστε να διασχίσουμε ξυπόλητοι
λασπωμένα μονοπάτια
(γιομάτα επικίνδυνες στροφές)
καθώς απομακρύνονταν ΧΡΟΝΙΑ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ ΗΡΘΕΣ
ως τις άκρες σου γαλαξία,
κι απ’ εκεί ατρόμητα
να βουτήξουμε γυμνόστηθοι
σε απύθμενα βάθη σύμπαντος∙
ήτανε η συνηθισμένη
διαδρομή μες στης νύχτας
το μοχθηρό σκοτάδι
ακριβώς μετά την
βραδινή προσευχή μόλις πριν
μας αγκαλιάσει ο ύπνος.
Δρεπάνια μνήμης
θέρισαν ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΟΥΡΑΝΟ
μαραμένες αναμνήσεις∙
η διαμαρτυρία τσιμουδιά∙
ρυτιδιασμένη νοσταλγία
προσκυνάς γονατιστά.
Το χώμα γνώριμων μονοπατιών
που ανηφορίζαμε μαζί
όταν ήμασταν παιδιά
έχει αποθηκεύσει
τις νεανικές πατημασιές μας
σε υπόγεια γης
χαμηλότερα κι από τάφους.
Ξενυχιασμένα δάχτυλα
χτυπούν τη πόρτα,
ανοίγει η νεκρή μητέρα
ακέφαλη πια
με μάτια τα οποία επιπλέουν
βαλτωμένα στο απόλυτο κενό,
όσο μακριά και να κοιτάξουν
η όραση βυθίζεται
στ’ άδυτα σκοτάδια∙
παραπονιάρικο γάβγισμα
οικογενειακού σκύλου
σιωπηλό, εδώ και χρόνια ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΙΟΝΕΣ
θαμμένη η σάρκα∙
κούνημα πρόσχαρης ουράς
πόσο γρήγορα μετασχηματίστηκε
σε δάκρυ αβάσταχτα πικρό
καθώς τη ψυχή του νανούρισε
μια μονάχα ένεση ευθανασίας∙
παλιέ μου φίλε δεν ακούς;
Αρχαίοι κίονες
αφότου ξενιτευτήκατε ΛΥΓΙΣΕ
στα αγγλοσαξονικά μουσεία
λύγισε η κορμοστασιά σας.
Αιωνόβιο πλατάνι Η ΚΟΡΜΟΣΤΑΣΙΑ ΣΑΣ
έχεις περήφανες σκιές,
θυμάσαι τότες
καθώς ξαποσταίναμε
στις ράχες σου;
Αποκαμωμένο και δαύτο
έγειρε τώρα το κεφάλι
προς τη μεριά κάποιου θανάτου.
Χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
κάτω απ’ έναν ξένο ουρανό
σε κάποια χώρα ανύπαρκτη
τη φωτίζει ήλιος
δίχως αχτίδες,
εγκαταλελειμμένος,
παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
Κάθε φορά που νυχτώνει
πάνω στα νησιά
μεταναστεύεται άστρα,
κι εσύ βαρύ φεγγάρι
βουλιάζεις στο
λασπωμένο μας Αιγαίο.
Η Αγγλική μετάφραση έγινε απ’ τον Δημήτρη Καλαποθάκη και τον Malcolm Wren:
του άρεσε να κάνει θαύματα,
έπαιζε πως πέθανε κι όλο
τάχα μου ανασταινόταν
δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές/
η μνήμη προσπαθώντας μήπως γεράσει
φώναξε: «Σας μιλάω για τους νεκρούς
μα ούτε εκείνοι ζωντανεύουν
μήτε εσείς ακούτε»,
λόγια τάφων μάταια σε τι ωφελούνε;/
γιος κι αδελφές
πλάσματα άγονα κατάντησαν,
φύλαγε δάκρυα δικά σου ο Λάζαρος
και βοήθεια ψιθύριζε βοήθεια/
δυο περιστέρια ολόλευκα φιλιόντουσαν
πάνω στη μαύρη πόρτα
και τα φτερά χτυπούσαν/
ένας μονάχα άνθρωπος μπήκε στο νεκροταφείο
άλλωστε ακόμη κι εκείνος
ήτανε πιότερο σύμβολο παρά αγάπη/
ετοιμαζότανε ο Λάζαρος
για κάποιο δείπνο φίλων, όλοι νεκροί
τελειώνανε με τη ζωή χαρούμενοι/
τι να πρωτοθυμηθώ,
τόσες γεννήσεις και θανάτους
μυστήρια πολλά,
καθώς εσείς μαχόσασταν, όπως ο Έρως,
για την ιέρεια ώρα/
τρίζουν οι άγιοι
τότες ακόμη που ‘τανε άχτιστο/
βιάζομαι απέραντα καθώς είμαι νικημένος
αφήνοντας πίσω μου εγκλήματα,
χαμένα χτυποκάρδια,
χαρούμενα θαύματα νοσταλγημένα,
προσπάθησα όπως και πριν, μόλις πρόλαβα
κι απέχτησα ό,τι θα έχανα πάλι/
αντί για περπάτημα δεχθήκαμε
δώρα-βήματα
ενώ οι αδελφές καλόγριες τρέμουν,
νοσταλγούσαν πώς να ξεχάσουν/
ερχότανε εκείνος ο οποίος δεν μιλούσε,
ανήκουστα ακόμη/
το «ποτέ», αναμφισβήτητο,
μπαίνει κι αποκαλύπτει
πως ό,τι κάνουμε
ασημίζει, σκουριάζει.
took pleasure in making miracles happen,
such as: playing at being dead and α bid later
rising again (one of his favourite games)
even though I do not know how many times he did so/
memory effortlessly is getting old,
it screamed: “I talk about all those dead people
but neither do they come back to life
nor are you listening”, you see
graves’ harsh words serve no purpose/
son and sisters
reduced to unfruitful creatures,
he carefully guarded your own tears
and “help”, Lazarus whispered for “help”/
two snowy pigeons were kissing each other
on the top of this black door
flapping their wings/
look far away, you may stare at something that resembles a graveyard, just one man sneaked out of it
after all even He
was more of a symbol than love/
Lazarus is getting ready
to have supper with some friends,
all of them long dead
happily through with their lives/
what should I first recall
so many births, deaths, a lot of mysteries,
and you fought, like Eros,
for the hour-priestess/
some saints are squeaking
was still unbuilt/
you are in an endless hurry, as I am defeated
leaving behind me crimes,
wasted heartbeats,
cheerful miracles recalled,
just as before, I struggled, barely finding time
to obtain all that you would lose again/
instead of a walk we received
steps as gifts,
a few sisters-nuns are quivering
“forget”, they wistfully whisper /
there came the unspeaking one,
and news as-yet unheard/
the undisputable ‘never’
enters, it reveals
that whatever we do
becomes silvery and rusty